κυνόμυια

κυνόμυια
κυνόμυια, ἡ (Α)
1. κυνάμυια*
2. το φυτό ψύλλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)*- + μυῖα «μύγα» (πρβλ. χαλκό-μυια)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυνομυίᾳ — κυνομυίᾱͅ , κυνόμυια dog fly fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνόμυια — dog fly fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνομυίας — κυνομυίᾱς , κυνόμυια dog fly fem acc pl κυνομυίᾱς , κυνόμυια dog fly fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνομυιῶν — κυνόμυια dog fly fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνομυίης — κυνόμυια dog fly fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνόμυιαι — κυνόμυια dog fly fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνόμυιαν — κυνόμυια dog fly fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • моуха — МОУХ|А (30), Ы с. Муха: възбѣ||дьнѹѥмъ гости. ˫ако же и въпадъша˫а мѹхы въ поставъ паѹчь. (ζωϋφια) СбТр XII/XIII, 153–153 об.; да не оставлѧѥть книжьны˫а хранилы отворены. ˫ако да прахѹ испълньшю(с) погѹблѧю(т). полагаѥмы˫а въ нихъ книгы. ни мѹсѣ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… …   Dictionary of Greek

  • κυνάμυια — κυνάμυια, και μτγν. επ. τ. κυνόμυια, ἡ (Α) 1. μύγα που τσιμπάει τους σκύλους, σκυλόμυγα 2. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός για αναιδείς γυναίκες) αναιδέστατη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, αιτ. κύνα + μυῖα με αναβιβασμό τού τόνου εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”